Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Abhöraffäre“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Abhöraffäre <-, -n> SUBST θηλ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Er deckte 1963 eine Abhöraffäre auf.
de.wikipedia.org
Mögliche Hintergründe seiner Ernennung wurden im Zusammenhang mit der Abhöraffäre des Jahres 2014 thematisiert.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Abhöraffäre" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский