Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „bescheißen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

bescheißen <bescheißt, beschiss, beschissen> VERB μεταβ χυδ (betrügen)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Sprang oder fiel er dort heraus, sah ein jeder an seiner verschmutzten Kleidung, dass er „beschissen“ hatte.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"bescheißen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский