Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „durchfinden“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

I . durch|finden irr VERB αμετάβ (Überblick gewinnen)

durchfinden

II . durch|finden irr VERB αυτοπ ρήμα sich durchfinden

1. durchfinden (zum Ziel):

sich durchfinden

Παραδειγματικές φράσεις με durchfinden

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"durchfinden" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский