Γερμανικά » Ελληνικά

mäklig ΕΠΊΘ

mäklig s. mäk(e)lig

Βλέπε και: mäk(e)lig

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "mäklig" σε άλλες γλώσσες

"mäklig" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский