Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σηκώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σηκώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [siˈkɔnɔ] VERB μεταβ

2. σηκώνω (από το έδαφος):

σηκώνω

3. σηκώνω (ξυπνώ):

σηκώνω

4. σηκώνω (ξεσηκώνω, το λαό):

σηκώνω

6. σηκώνω (αντέχω):

σηκώνω

7. σηκώνω (βαστώ, φέρω: τη σκεπή):

σηκώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский