Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Aussonderungsberechtigte Aussonderungsberechtigter“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Aussonderungsberechtigte(r) <-n, -n> SUBST mf ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Αναζητήστε "Aussonderungsberechtigte Aussonderungsberechtigter" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский