Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Beihilfeempfänger“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Beihilfeempfänger(in) <-s, -> SUBST αρσ(θηλ) ΝΟΜ

Beihilfeempfänger(in)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Beihilfeempfänger" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский