Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Chiffrierer“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Chiffrierer(in) <-s, -> SUBST αρσ(θηλ)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Eine Person, die Nachrichten schlüsselt, also ver- oder entschlüsselt, wird im Jargon als Schlüssler (auch: Chiffrierer) bezeichnet.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский