Γερμανικά » Ελληνικά

Flüchtige(r) <-n, -n> SUBST mf ΝΟΜ

flüchtig [ˈflʏçtɪç] ΕΠΊΘ

3. flüchtig (oberflächlich):

4. flüchtig ΧΗΜ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Flüchtige Flüchtiger" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский