Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Gewinsel“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Gewinsel <-s> SUBST ουδ

Gewinsel ενικ μειωτ:

Gewinsel (von Hund) (Klagen)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Gewinsel" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский