Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Inkassoermächtigung“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Inkassoermächtigung <-, -en> SUBST θηλ ΝΟΜ

Inkassoermächtigung

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Inkassoermächtigung" σε άλλες γλώσσες

"Inkassoermächtigung" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский