Γερμανικά » Ελληνικά

Irre(r) <-n, -n> SUBST mf

1. Irre(r) (Geistesgestörter):

Irre(r)
τρελ(λ)ός αρσ (τρελ(λ)ή) θηλ

2. Irre(r) μτφ οικ:

Irre(r)

irre [ˈɪrə] ΕΠΊΘ

1. irre (verrückt):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский