Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Putzkelle“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Putzkelle <-, -n> SUBST θηλ (Maurerkelle)

Putzkelle

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Mit der Putzkelle wird der relativ frisch aufgebrachte und noch nicht abgebundene Putz bis auf den Untergrund eingeschnitten.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Putzkelle" σε άλλες γλώσσες

"Putzkelle" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский