Γερμανικά » Ελληνικά

Werktätige(r) <-n, -n> [ˈ-tɛːtɪgɐ] SUBST mf

werktätig ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский