Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Witfrau“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Witfrau <-, -en> [ˈvɪtfraʊ] SUBST θηλ CH

Witfrau s. Witwe

Βλέπε και: Witwe

Witwe <-, -n> [ˈvɪtvə] SUBST θηλ

χήρα θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Witfrau" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский