Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „abbrausen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

I . ab|brausen VERB αμετάβ +sein οικ (davonfahren)

II . ab|brausen VERB μεταβ (abspülen)

abbrausen

III . ab|brausen VERB αυτοπ ρήμα

abbrausen sich abbrausen:

sich abbrausen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"abbrausen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский