Γερμανικά » Ελληνικά

krümlig ΕΠΊΘ

krümlig s. krüm(e)lig

Βλέπε και: krüm(e)lig

krüm(e)lig ΕΠΊΘ

2. krüm(e)lig (Tisch, Boden):

krüm(e)lig ΕΠΊΘ

2. krüm(e)lig (Tisch, Boden):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"krümlig" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский