Γερμανικά » Ελληνικά

II . lang1 <länger, längste> [laŋ] ΕΠΊΡΡ

2. lang s. lange

3. lang οικ (entlang):

Βλέπε και: lange

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский