Γερμανικά » Ελληνικά

I . mögen <mag/möchte, mochte, gemocht> [ˈmøːgən] VERB μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με magst

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Sein Debüt gab er in dem 1976 erschienenen Spielfilm Lieb Vaterland magst ruhig sein.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский