Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „salarieren“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

salarieren [zalaˈriːrən] VERB μεταβ CH

salarieren s. entlohnen

Βλέπε και: entlohnen

entlohnen VERB μεταβ, entlöhnen VERB μεταβ CH

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "salarieren" σε άλλες γλώσσες

"salarieren" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский