Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „schaffig“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

schaffig ΕΠΊΘ ιδιωμ CH

schaffig s. fleißig

Βλέπε και: fleißig

fleißig ΕΠΊΘ

2. fleißig οικ (regelmäßig):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"schaffig" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский